αλλεργιογόνος

αλλεργιογόνος
-α, -ο
ουσία που προκαλεί αλλεργία: Η γύρη των λουλουδιών είναι ουσία αλλεργιογόνα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αλλεργιογόνος — ο αυτός που προκαλεί αλλεργία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλεργία* + γόνος*, πρβλ. αγγλ. allergene και allergenic] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”